ἀναιδίζομαι

ἀναιδίζομαι
ἀναιδίζομαι,
A v.l. for ἀναιδεύομαι, Ar.Eq.397 ap.AB

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναιδιζόμενος — ἀναιδίζομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδίζεσθαι — ἀναιδίζομαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… …   Dictionary of Greek

  • αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”